songs, noise & a series of pieces for different occasion

Από τα πρωινά παριζιάνικα bistros της rue des Mauvais Garçon, ως τις βρόχινες τζαμαρίες café στο Cambridge, διακτινίζονται οι Interstellar Overdrive με νέα δουλειά στην τσέπη, που μυρίζει υφήλιο, ταξίδια, θέατρο και γεύσεις με μπόλικο αλάτι και πιπέρι.

Ξεκινώντας από το 1998 οι Interstellar Overdrive δεν πέφτουν στην λεγόμενη χειμερία νάρκη, αντιθέτως μάλιστα με ήδη δύο δουλειές στην πλάτη, επιστρέφουν για να φωνάξουν με τραγούδια, ήχους και “a series of pieces for different occasions”, όπως αναγράφουν στο εξώφυλλο της νέας τους κυκλοφορίας με τίτλο, “hibernation”.

Αν οι Portishead δίχασαν με τον τελευταίο τους δίσκο την παγκόσμια μουσική γνώμη, ενώ οι Sixteen Horse Power μετατράπηκαν σε soundtrack του Πάνου Κοκκινόπουλου, οι Interstellar Overdrive, τουλάχιστον για τα δικά μας μέτρα και σταθμά αγκαλιάζουν δεήσεις πάνω στους λίαν καταθλιπτικούς τους τόνους. Μελαγχολία και νοσταλγία υπνωτίζουν με τη μαγεία τους και την cabaret πνοή που αφήνουν να πλανάται στον αέρα. Ο ήχος του ραδιοφώνου του Le Chat Noir ροκανίζει τα δικά μας ηχεία και φυσικά περί συχνότητος ο λόγος καθώς καταφέρνει να συνδυάσει την μαυρίλα της Μονμάρτης, τον πειραματισμό της Αγγλίας, τα καταφύγια της Ιρλανδίας.

Η ανοικείωση της μουσικής των Interstellar Overdrive, ακουμπά πάνω στο “hibernation”, και δηλώνει ότι οι μουσικοί έριξαν ένα λίθο παραπάνω ώστε το αποτέλεσμα να ξεβγάζει το διαφορετικό. Ένας κάποιος φορμαλισμός επιδρά και παρασέρνει την πλέξη μουσικών οργάνων, ήχων και φωνητικών. Το πιάνο, τα ηλεκτρονικά στοιχεία, το ξυλόφωνο, η μαρίμπα, το βιολί, οι κιθάρες και τα κρουστά εκτοξεύουν δόσεις έκρηξης που τις περισσότερες στιγμές ακολουθούν το συγκινησιακό πλαίσιο του δίσκου.

Η μουσική ξεχυλίζει στο “hibernation”, το οποίο ακούγεται σαν soundtrack thriller comédie. Πώς γίνεται αυτό; Μα το πιο έντονο χαρακτηριστικό του δίσκου αυτού είναι η ανομοιογένειά του, που τονίζει τα ποικίλα tempos και αναδεικνύει τα εξιλαστήρια φωνητικά, ανδρικά και γυναικεία. Όπως αναγράφει το περιτύλιγμα του δίσκου “all the wrong notes are right…” Οι παραφωνίες ακούγονται τέχνη και οι πολύλεπτες εισαγωγές μαρμαρυγή, που στρώνουν το χαλί για να πατήσουν οι φωνές και οι στίχοι.

Από το the Man with a Shattered World και το A Short Piece for the Poison-Man, μέχρι το Nervous Happy και το Music Without Trees επικρατεί ένα delirium που κατά κάποιον τρόπο σκορπά μυστήριο και συγκίνηση. Αγγλικοί στίχοι, αλλά και γαλλικοί συναναστρέφονται το τοπίο της νύχτας και ξεπερνούν τα απομεινάρια της φαντασίας.

Οι Πέπη Κοσμά, Κατερίνα Παπαχρήστου, Αλέξης Σακελλαρίου, Ορέστης Καραμανλής πειραματίζονται και ξεχνούν τον τόπο και το χρόνο. Δημιουργούν εικόνες théâtrale, και ατμόσφαιρα χοροθεάτρου. Απροσδιόριστες μελωδίες που χαίρονται να σεργιανίζουν στα ηχεία μας.

Ίσως το μόνο που μπορεί να ενοχλεί το αποτέλεσμα είναι η έκρηξη πειραματισμού στο τέλος με το αράδιασμα ηλεκτρικών ήχων που βέβαια έχουν τον σκοπό τους, αλλά πιθανώς αποπροσανατολίζουν τον ακροατή. Επίσης το τετράλεπτο και κάτι κενό μουσικής παύσης (κάτι που προσωπικά αντιπαθώ) στο τελευταίο κομμάτι να κουράζει, αλλά δεν πρέπει να παραγκωνιστεί η θεατρικότητα που εκπνέει η συγκεκριμένη δουλειά. Σύμφωνα μ’ αυτήν την λογική μπορεί αυτές οι στιγμές ήχων να είναι σημαντικές για το αποτέλεσμα.

Αυτό είναι το “hibernation”, η 3η κατά σειρά δουλειά των Interstellar Overdrive που το δίχως άλλο την χαρακτηρίζει η ανομοιογένεια. Μία εικαστική ανομοιογένεια που είναι απαραίτητη για να γίνει αυτός ο δίσκος, ούτε ροκ, ούτε ethnic, ούτε pop, ούτε swing, ούτε jazz. Κι αν νομίζετε πως ο τίτλος avant-garde, πρέπει να χρησιμοποιείται με σύνεση, τότε τολμώ να αποκαλέσω έτσι το “hibernation”.