Ο Γιάννης Τριδήμας & οι Τερμίτες του αποτελούν άλλη μια επιβεβαίωση του κανόνα ότι πολλοί ταλαντούχοι μουσικοί δεν μπόρεσαν να σταδιοδρομήσουν λόγω των σκληρών βιοτικών συνθηκών και την έλλειψη ικανών μάνατζερ που θα μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν μια σταθερή πορεία. Παρόλα αυτά μέσα από τον παλμό της εποχής καταγράφεται η συνεχής παρουσία του στα μουσικά πράγματα όσο και στον αθλητικό τομέα στον οποίο επίσης διέπρεψε.
Αναλυτικότερα ο Γιάννης Τριδήμας τελείωσε το δημοτικό σχολείο στα Πετράλωνα και κατόπιν έπιασε αμέσως δουλειά στις οικοδομές μαζί με τα δυο μεγαλύτερά του αδέρφια γιατί δεν υπήρχε η πολυτέλεια να συνεχίσει τις σπουδές του. Παράλληλα παίζει ποδόσφαιρο επαγγελματικά με την ομάδα του Ρουφ έχοντας αποκτήσει το παρατσούκλι «Τσίμπος» ενώ τα λίγα χρήματα που κερδίζει τα δίνει για να γραφτεί σε ωδείο για να μάθει κιθάρα υπό την εποπτεία του Σπύρου Μηλιαρέση. Το πάθος του για την μουσική είναι τόσο μεγάλο ώστε να ιδρύσει την πρώτη του μπάντα που τους ονομάζει Τερμίτες και οι οποίοι απαρτίζονταν από τον Παντελή Τζιβελέκα (όργανο), Άγγελο (σαξόφωνο), Χρήστο (μπάσο), Κώστα (ντραμς, τραγούδι) και φυσικά τον ίδιο στην κιθάρα και την φωνή. Ως μπάντα ξεκίνησαν στα μέσα του 1965 όταν δέχτηκαν πρόταση να εμφανιστούν στο καμπαρέ “Ringo” της Γλυφάδας στο οποίο και έκαναν συνεχείς εμφανίσεις .
Ο φρενήρης ρυθμός που είχε αρχίσει ο Γιάννης Τριδήμας συνεχίζεται ακόμα περισσότερο αφού εκτός από την πρωινή δουλειά στην οικοδομή, το ποδόσφαιρο τις Κυριακές και τις καθημερινές εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα, αρχίζει και επαγγελματική σταδιοδρομία στην ομάδα πάλης του ερασιτέχνη Παναθηναϊκού όπου έφερε και πολλές νίκες ενώ αναδείχτηκε και πρωταθλητής στην κατηγορία των 52-57 κιλών, με αποτέλεσμα να περιληφθεί και στο βιβλίο των 100 χρόνων του Παναθηναϊκού, όπου γίνεται αναφορά στην προσφορά του. Από μουσικής πλευράς, οι Τερμίτες έχουν δέσει ως σύνολο και πλέον μετά από μια σειρά εμφανίσεων σε διάφορα καμπαρέ για βιοποριστικούς λόγους- αφού τα νυχτοκάματα ήταν υψηλά- δισκογραφούν σε μια μικρή αθηναϊκή εταιρεία τα τραγούδια « η Γενιά μας» και την μπαλάντα «Εγώ που σ’ αγαπώ» στα οποία μουσική και στίχους έγραψε ο Γιάννης Τριδήμας. Την ίδια εποχή τον προσέχει και ο Νίκος Μαστοράκης ο οποίος τον καλεί στην θρυλική εκπομπή του «Δισκοθήκη για νεολαία» στην οποία και κάνει μια μοναδική εμφάνιση στον διαγωνισμό νέων συγκροτημάτων με το ανέκδοτο έως σήμερα τραγούδι «Το χρυσάφι». Ακολουθούν κάποιες συναυλίες στα κυριακάτικα πρωινά του σινεμά «Αφροδίτη» και κάποιες από κοινού εμφανίσεις μαζί με τον Τέρυ Χρυσό.
Οι τελευταίες εμφανίσεις του γκρουπ γίνονται στο θέατρο Μινώα όπου εμφανίζεται η Γεωργία Βασιλειάδου, η Γωγώ Αντζολετάκη, ο Μανέλης και ο Μαλούχος ενώ ο Γιάννης Τριδήμας γράφει την μουσική της παράστασης, την οποία και παίζει ζωντανά με την κιθάρα του επί σκηνής. Ταυτόχρονα γράφει και μια σειρά ακόμα από τραγούδια όπως «Τα ιδανικά μας», «Μεγάλη αλλαγή» και «Εικοστός αιώνας», τα οποία στις ζωντανές εμφανίσεις του έχουν μεγάλη ζήτηση από το κοινό και δείχνουν τις δυνατότητες του όχι μόνο ως μουσικού αλλά και ως στιχουργού, αφού η έλλειψη περισσότερης εκπαίδευσης δεν επηρέασε το επίπεδο των στίχων του, το οποίο ήταν πάντοτε υψηλό, διαποτισμένο από οικουμενικά και φιλειρηνικά μηνύματα και σίγουρα ισάξιο με τα αντίστοιχα ελληνικά γκρουπ της εποχής που είχαν τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα επάνω τους.
Όντας ανήσυχο πνεύμα, ο Γιάννης Τριδήμας , για τις ανάγκες των ζωντανών εμφανίσεών του πειραματίζεται με τις λίγες γνώσης ηλεκτρολογίας που διαθέτει και φτιάχνει ένα μοναδικό στο είδος του και πρωτότυπο από κάθε άποψη όργανο, προσθέτοντας στην κιθάρα του παραπάνω μαγνήτες ώστε να βγάζει έναν παραμορφωμένο ήχο, όπως ακριβώς τον επιθυμούσε ο ίδιος. Με βάση αυτήν την πρώτη του επαφή με τις ηλεκτρολογικές κατασκευές ακολούθησε μια επιτυχημένη πορεία ως ηλεκτρολόγος, φτιάχνοντας πρωτότυπες και δύσκολες κατασκευές, μοναδικές στο είδος τους, ενώ ταυτόχρονα απασχολήθηκε και ως ηλεκτρολόγος για να βιοποριστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προοδευτικής του σκέψης είναι πως τα τελευταία χρόνια στον ελεύθερο χρόνο του ασχολήθηκε αποκλειστικά με την κατασκευή Mecano, δηλαδή της δημιουργίας γλυπτών μοντέρνας βιομηχανικής αισθητικής με βάση άχρηστα υλικά, όπως βίδες, λάμες κλπ .τα οποία μεταμόρφωνε σε αριστουργήματα. Το πιο αξιοπερίεργο είναι πως όλα αυτά τα έκανε πολύ πριν γίνει μόδα στο εξωτερικό, ενώ αγνοούσε ακόμα και την ονομασία τους, γιατί δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να εξαγοράσει κάποια δόξα ή χρήματα από τα δημιουργήματά του.
Αξιοσημείωτο: Πρόκειται ιστορικά για την πρώτη παρουσία του συγκροτήματος των Τερμιτών, το οποίο είναι πολύ προγενέστερο και δεν πρέπει να συγχέεται με το μεταγενέστερο γκρουπ του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Εκτός αυτού, πρόκειται για άλλη μια περίπτωση ιδιοφυούς μουσικού ο οποίος λόγω των εξαιρετικά σκληρών συνθηκών βιοπορισμού, αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές ταυτόχρονα και έτσι άφησε πίσω το δημιουργικό του κομμάτι, αφού σίγουρα θα μπορούσε να προσφέρει πολλά περισσότερα στο χώρο της μοντέρνας μουσικής.
Το “Χρονοντούλαπο” άνοιξε ο Δημήτρης Βασιλειάδης