Η υπόθεση του ελληνικού ροκ έτσι όπως αυτό έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα από το 1964 κοιτώντας την δύση στα μάτια βασίζεται κατά κύριο λόγο στην αυτοθυσία και το μεράκι κάποιων ταλαντούχων ανθρώπων που κάτω από αντίξοες συνθήκες έκαναν αυτό που ήξεραν καλύτερα: Έπαιζαν και βίωναν αυτόν τον ξέφρενο τρόπο ζωής για τον οποίο μάθαιναν κυρίως μέσα από έντυπα αλλά και το ραδιόφωνο και προσπάθησαν να τον κάνουν κτήμα και της ελληνικής νεολαίας συνθέτοντας τραγούδια σε ελληνικό και ξένο στίχο φτιάχνοντας τα αντίστοιχα χιτ.
Κοιτώντας πίσω και με βάση την ασφάλεια που μας παρέχει πλέον ο χρόνος μπορούμε να υποδιαιρέσουμε την εποχή σε δυο περιόδους: Α) Την δεκαετία του ’60 και Β) Την δεκαετία του’70 χωρίς όμως αυτά τα στεγανά να είναι απόλυτα αφού συναντάμε εκπροσώπους και των δυο κατηγοριών να βρίσκονται κατ’ εξαίρεση σε κάποια από τις κατηγορίες χωρίς να είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα. Για τις 2 αυτές δεκαετίες θα κοιτάξουμε μαζί τις όμορφες αναμνήσεις που θα ανασύρουμε. Φυσικά θα υπάρχει συνέχεια και στις παρακάτω από τους υπόλοιπους συντάκτες του Rockap.
Η δεκαετία του ’60 χαρακτηρίζεται κυρίως από την επιδρομή του mercybeat ήχου και γενικότερα την λατρεία στους γίγαντες της (Beatles,Stones,Animals κ.α.) καθώς και ένα μικρότερο ρεύμα προς την γαλλική και ιταλική σχολή τραγουδιού το οποίο μιμήθηκε και η ελληνική σκηνή, άλλες φορές πιο πετυχημενα και άλλες οχι. Υπαρχουν φυσικά αρκετές προσπάθειες πρωτότυπης δημιουργίας και μάλιστα μερικές από αυτές είναι κορυφαίες, ειδικά εάν σκεφτούμε ότι η συνταγή της επιτυχίας περιλάμβανε πάντοτε διασκευές και όποιος πήγαινε κόντρα σε αυτό συχνά έτρωγε τα μούτρα του. Ήθελε κότσια λοιπόν, ταλέντο και γνώση η δημιουργία τραγουδιών τα όποια σήμερα μας φαίνονται απλοϊκά και εύκολα.
Στη δεκαετία του ’70 έχουμε σαφώς πιο μικρή μουσική παραγωγή και λιγότερα γκρουπ μέσα όμως σε σκληρές συνθήκες που δεν ευνοούσαν ούτε τα χρόνια της επταετίας ούτε φυσικά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με την μαζική και εύκολη εκτόνωση στο πολιτικό τραγούδι. Αυτό που δίνει το στίγμα όμως είναι οι περισσότερες πρωτότυπες συνθέσεις και μια εμφανής διάθεση αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας από τα γκρουπ που κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να εκδώσουν μόνοι τους τα τραγούδια τους με τεράστιες θυσίες και έξοδα αφού δεν υπήρχε συνήθως η στέγη των μεγάλων εταιρειών που καθοδηγούσαν την μουσική παραγωγή μέχρι και τα πρώτα χρόνια του ’70. Παρ’ ολα αυτά και σε αυτήν την δεκαετία μας παραδίδονται αριστουργήματα ενώ η τεχνική πλέον των μουσικών έχει φτάσει σε ανταγωνιστικό επίπεδο σε σχέση με τις μπάντες του εξωτερικού και κάποιες από αυτές περνάνε και τα στενά μας σύνορα δρέποντας δάφνες στην εσπέρια.
Χωρίς να διεκδικήσουμε κανένα τίτλο απόλυτης καταγραφής θα γίνει μια προσπάθεια να δοθούν όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά και αξιόπιστα οι συνθήκες και τα προβλήματα όπως επίσης και οι πρωτότυπες λύσεις που αντιμετώπιζαν καθημερινά αυτά τα γκρουπ όπως και οι επιμέρους μουσικοί τους περιλαμβάνοντας τα ήδη γνωστά γκρουπ αλλά και αρκετούς που δεν είχαν την τύχη να δισκογραφησουν, σίγουρα όμως το μουσικό τους στίγμα είναι αρκετά έντονο για να παραβλεπτει και φυσικά άσκησε επιρροή στα τότε μουσικά δρώμενα ανεβάζοντας τον πήχη λίγο πιο ψηλά.
Είναι τραγικές οι συνθήκες που έκαναν πολλά σπουδαία τραγούδια αλλά και ολοκληρωμένα άλμπουμ να μείνουν για πάντα στην αφάνεια και να παραμείνουν ανέκδοτα έως τις μέρες μας όποτε και σκοπεύουμε να τα φέρουμε στο φως για να κριθούν και αυτά από τον αδέκαστο κριτή που ονομάζεται χρόνος και να δώσουν την μάχη τους με την φήμη που δικαιούνται. Το υλικό θα συνοδεύεται πάντα από αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες και πλήρη παρουσίαση του/των μουσικού/ων τα όποια και θα δίνονται με χρονολογικά κριτήρια βάζοντας σαν εναρκτήριο έτος το 1964 και φτάνοντας έως και τα τέλη του ’70 με όλα τα όμορφα, περίεργα και αξιοπρόσεκτα που συνέβησαν στο γκρουπ αποκλίνοντας λίγο από μια τυπική μόνο καταγραφή.
Ελπίζω στην κατανόηση σας για όποια λάθη τυχόν εντοπιστούν και φυσικά κάθε παρατήρηση και διόρθωση θα είναι ευπρόσδεκτη.
από τον Δημήτρη Βασιλειάδη